Έξω απ’ την πόÏτα μας
ΓυÏνάνε,
Îξω απ’ την πόÏτα μας οι μπάτσοι Ï„ÏιγυÏνάνε, μάς ζητάνε.
Λυσσάνε·
κÏÏψτα βιβλία αν τα βÏουν, θα μάς Ï„Ïαβάνε.
Χτυπάνε,
κι απ’ το μισάνοιχτο παÏάθυÏο κοιτάνε και Ïωτάνε,
που να ‘ναι
αυτή η παÏάξενη σκιά που κυνηγάνε...
Î Ïώτη μου σÏντομη διήγηση απ’ τα χÏόνια της σιωπής
με τσιλιαδόÏο τον αÎÏα στα ελλενίτ της σκεπής
τα καÏακολια μαζεμÎνα στη γωνία με φακοÏÏ‚ και λοστοÏÏ‚
η νÏχτα θάÏÏευε όσους η μÎÏα είχε σκυφτοÏÏ‚,
τους κυνηγοÏÏ‚ των πεποιθήσεων,
τις μπασκίνες των μετÎπειτα εδώ κυβεÏνήσεων.
Λοιπόν, θυμάμαι το βλÎμμα Ï€Ïος την πόÏτα του Ï€Î±Ï€Ï€Î¿Ï Î¼Î¿Ï…,
εγώ να κάνω πως θυμάμαι να ’χω και το νου μου.
Από δίπλα η φασαÏία, κάποιον χτυπάγανε
είχαν γοÏτή Ï€Ïιν εκεί και Ï„Ïαγουδάγανε.
Î’Ïήκαν και κάτι βιβλία και τους μαζÎψανε,
ίσως να βÏήκαν τη σκιά που γυÏεÏανε,
για σίγουÏα όμως χτÏπησαν δίπλα και σε μας
Ïίξαν φως από τις γÏίλιες κι Îνας φουκαÏάς
που είχε Îναν φοίνικα φλαμπΠπάνω στην αγκÏάφα,
ÎσπÏωξε την πόÏτα, μεγάλη γκάφα.
Î Ïόσφατες εικόνες, βιονικά τα καÏακόλια,
δημοκÏάτες οι άÏπαγες και χημικά τα βόλια,
νεολογισμοί, αφοÏισμοί κι εξοστÏακισμοί,
οι κάμεÏες πασχίζουν για του κÏάτους την τιμή.
Όμως τώÏα Ï„Ïαγουδάμε όλοι ανενόχλητοι.
ΧωÏιστά οι ξυπόλητοι, οι ÏεφόÏμες και οι απόλυτοι.
Μας την Ï€Îφτουν πάνω στο φεÏγα στην Ï„Ïεχάλα,
λίγο μπουντÏοÏμι και digital κÏεμάλα.
Τότε το κάθε μÎÏος είχε το Ïουφιάνο του·
τώÏα που ο καθÎνας Îχει από Îνα μπάτσο πάνω του
κι αν χτυπάν την πόÏτα όλα είναι βάση νόμου
δωÏεάν η είσοδος στο σπίτι του Ï„Ïόμου
πότε θα κάνει ξαστεÏιά πότε θα φλεβαÏίσει
πότε ο σκιαγμÎνος τους φÏουÏός θα πυÏοβολήσει.
ΠαίÏνει εκδίκηση ο φασίστας ο ευνοÏχος
τώÏα ο μπάτσος είναι γείτονας μας κι αÏιστοÏχος.
Χτυπάνε,
η διαταγή είναι στο ψαχνό να μας χτυπάνε, κι όπως να ‘ναι
ΒαÏάνε, για να ξοÏκίσουνε τον φόβο τους γελάνε.
Πετάνε,
τα χημικά που Îχουνε λήξει μας κεÏνάνε, μας μεθάνε.
Ρουφιάνε,
μόνοι τους φτιάξαν τη σκιά που κυνηγάνε.
ΓυÏνάνε,
Îξω απ’ την πόÏτα μας οι μπάτσοι Ï„ÏιγυÏνάνε, μάς ζητάνε.
Λυσσάνε·
κÏÏψτα βιβλία αν τα βÏουν, θα μάς Ï„Ïαβάνε.
Χτυπάνε,
κι απ’ το μισάνοιχτο παÏάθυÏο κοιτάνε και Ïωτάνε,
που να ‘ναι
αυτή η παÏάξενη σκιά που κυνηγάνε...
Î Ïώτη μου σÏντομη διήγηση απ’ τα χÏόνια της σιωπής
με τσιλιαδόÏο τον αÎÏα στα ελλενίτ της σκεπής
τα καÏακολια μαζεμÎνα στη γωνία με φακοÏÏ‚ και λοστοÏÏ‚
η νÏχτα θάÏÏευε όσους η μÎÏα είχε σκυφτοÏÏ‚,
τους κυνηγοÏÏ‚ των πεποιθήσεων,
τις μπασκίνες των μετÎπειτα εδώ κυβεÏνήσεων.
Λοιπόν, θυμάμαι το βλÎμμα Ï€Ïος την πόÏτα του Ï€Î±Ï€Ï€Î¿Ï Î¼Î¿Ï…,
εγώ να κάνω πως θυμάμαι να ’χω και το νου μου.
Από δίπλα η φασαÏία, κάποιον χτυπάγανε
είχαν γοÏτή Ï€Ïιν εκεί και Ï„Ïαγουδάγανε.
Î’Ïήκαν και κάτι βιβλία και τους μαζÎψανε,
ίσως να βÏήκαν τη σκιά που γυÏεÏανε,
για σίγουÏα όμως χτÏπησαν δίπλα και σε μας
Ïίξαν φως από τις γÏίλιες κι Îνας φουκαÏάς
που είχε Îναν φοίνικα φλαμπΠπάνω στην αγκÏάφα,
ÎσπÏωξε την πόÏτα, μεγάλη γκάφα.
Î Ïόσφατες εικόνες, βιονικά τα καÏακόλια,
δημοκÏάτες οι άÏπαγες και χημικά τα βόλια,
νεολογισμοί, αφοÏισμοί κι εξοστÏακισμοί,
οι κάμεÏες πασχίζουν για του κÏάτους την τιμή.
Όμως τώÏα Ï„Ïαγουδάμε όλοι ανενόχλητοι.
ΧωÏιστά οι ξυπόλητοι, οι ÏεφόÏμες και οι απόλυτοι.
Μας την Ï€Îφτουν πάνω στο φεÏγα στην Ï„Ïεχάλα,
λίγο μπουντÏοÏμι και digital κÏεμάλα.
Τότε το κάθε μÎÏος είχε το Ïουφιάνο του·
τώÏα που ο καθÎνας Îχει από Îνα μπάτσο πάνω του
κι αν χτυπάν την πόÏτα όλα είναι βάση νόμου
δωÏεάν η είσοδος στο σπίτι του Ï„Ïόμου
πότε θα κάνει ξαστεÏιά πότε θα φλεβαÏίσει
πότε ο σκιαγμÎνος τους φÏουÏός θα πυÏοβολήσει.
ΠαίÏνει εκδίκηση ο φασίστας ο ευνοÏχος
τώÏα ο μπάτσος είναι γείτονας μας κι αÏιστοÏχος.
Χτυπάνε,
η διαταγή είναι στο ψαχνό να μας χτυπάνε, κι όπως να ‘ναι
ΒαÏάνε, για να ξοÏκίσουνε τον φόβο τους γελάνε.
Πετάνε,
τα χημικά που Îχουνε λήξει μας κεÏνάνε, μας μεθάνε.
Ρουφιάνε,
μόνοι τους φτιάξαν τη σκιά που κυνηγάνε.