Ψάξε στο τίποτα να βρεις, όλα τ' ανώφελα της γης
κράτα μαζί σου
Κι όταν το κόσμο καταπιείς και πάλι τίποτα δε δεις
στη χώνεψή σου
Θα 'σαι ένας ήρωας διαφανής που ούτε ξέρεις, δεν μπορείς
και πας στον πάτο και παρακάτω.
Περνάν τα χρόνια, σκάβεις μια τρύπα στο νερό,
την ίδια τρύπα, μα ούτε της μύγας το φτερό
δε το χωράει θαρρώ φτύνω το κόρφο μου και απορώ.
Μετράω το κρίμα σου και δεν έχει μετρημό.
Ακούω το φόβο σου, το χρυσοπληρωμένο ρόλο σου,
τον απαράβατο ρυθμό τον ψυχοφθόρο σου
και μες στο τίποτα και πάλι κοίτα τα, ψάξε καχύποπτα
μήπως και βρεις τα μυστικά τ' ακλείδωτα.
Και δε φαντάζεσαι πως ξημεροβραδιάζεσαι
στη ματαιότητα που πολλαπλασιάζεσαι.
Αυτοθαυμάζεσαι, στην ταραχή σου βιάζεσαι
να 'ναι δικός σου ο κόσμος· αιφνιδιάζεσαι,
δε φτάνει μια ζωή για να χορτάσεις μια στιγμή.
Τα θέλεις όλα, στ' άπειρο ποντάρεις, γραμμή,
μα είναι άκυρο κι εσύ βαριά κι ασήκωτα
χάφτεις τα πάντα για ένα τίποτα.
Θα 'χεις το λόγο σου να μένεις μόνος σου εσύ κι ο κόσμος σου.
Αντίστροφά μετράς κατά βούληση το χρόνο σου
κι ασύδοτα στ' απωθυμένα σου τάζεις αντίδοτα,
τρία οικόπεδα και δύο αυτοκίνητα
Φοράς χρυσόμαλλο, δικέφαλο δέρας,
κυριακάτικη ψυχή με μούτρα τσαγκαροδευτέρας
και χάνεσαι στα φούμαρα, βολεύεσαι στα χρόνια
καρικατούρα χωρία λόγια για τα αιώνια.
Κι απ' το τίποτα βγάζεις πατέντα·
να ξερες πόσο θυμίζει άλλη μια τσίχλα με μέντα!
κάτω απ' τη σόλα σε κραταει σαν κόλλα,
σα τη βλακεία που αναμφίβολα, κεραυνοβόλα
σ' ερωτεύεται, μένει μαζί σου, τρέφεται σαν βδέλλα,
φοράει φύκια αντί μεταξωτή κορδέλα.
Μα εσύ καθόλου και ποτέ σου δε ντροπιάζεσαι
και το τίποτα άλλο λίγο περιεργάζεσαι.
κράτα μαζί σου
Κι όταν το κόσμο καταπιείς και πάλι τίποτα δε δεις
στη χώνεψή σου
Θα 'σαι ένας ήρωας διαφανής που ούτε ξέρεις, δεν μπορείς
και πας στον πάτο και παρακάτω.
Περνάν τα χρόνια, σκάβεις μια τρύπα στο νερό,
την ίδια τρύπα, μα ούτε της μύγας το φτερό
δε το χωράει θαρρώ φτύνω το κόρφο μου και απορώ.
Μετράω το κρίμα σου και δεν έχει μετρημό.
Ακούω το φόβο σου, το χρυσοπληρωμένο ρόλο σου,
τον απαράβατο ρυθμό τον ψυχοφθόρο σου
και μες στο τίποτα και πάλι κοίτα τα, ψάξε καχύποπτα
μήπως και βρεις τα μυστικά τ' ακλείδωτα.
Και δε φαντάζεσαι πως ξημεροβραδιάζεσαι
στη ματαιότητα που πολλαπλασιάζεσαι.
Αυτοθαυμάζεσαι, στην ταραχή σου βιάζεσαι
να 'ναι δικός σου ο κόσμος· αιφνιδιάζεσαι,
δε φτάνει μια ζωή για να χορτάσεις μια στιγμή.
Τα θέλεις όλα, στ' άπειρο ποντάρεις, γραμμή,
μα είναι άκυρο κι εσύ βαριά κι ασήκωτα
χάφτεις τα πάντα για ένα τίποτα.
Θα 'χεις το λόγο σου να μένεις μόνος σου εσύ κι ο κόσμος σου.
Αντίστροφά μετράς κατά βούληση το χρόνο σου
κι ασύδοτα στ' απωθυμένα σου τάζεις αντίδοτα,
τρία οικόπεδα και δύο αυτοκίνητα
Φοράς χρυσόμαλλο, δικέφαλο δέρας,
κυριακάτικη ψυχή με μούτρα τσαγκαροδευτέρας
και χάνεσαι στα φούμαρα, βολεύεσαι στα χρόνια
καρικατούρα χωρία λόγια για τα αιώνια.
Κι απ' το τίποτα βγάζεις πατέντα·
να ξερες πόσο θυμίζει άλλη μια τσίχλα με μέντα!
κάτω απ' τη σόλα σε κραταει σαν κόλλα,
σα τη βλακεία που αναμφίβολα, κεραυνοβόλα
σ' ερωτεύεται, μένει μαζί σου, τρέφεται σαν βδέλλα,
φοράει φύκια αντί μεταξωτή κορδέλα.
Μα εσύ καθόλου και ποτέ σου δε ντροπιάζεσαι
και το τίποτα άλλο λίγο περιεργάζεσαι.