Δως'μου Îναν ήλιο συÏμάτινο ακόμα
κι Îνα σημάδι χαÏαγμÎνο στον ώμο,
Ïάψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
Îχω μπÏοστά μου Îνα απÎÏαντο δÏόμο.
Δος μου χώμα ξανά να μυÏίσω
και το μαχαίÏι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στÎκομαι δε θα γυÏίσω,
το φεγγάÏι κι ας διώξουν οι λÏκοι.
Λοιπόν, θα κατÎβω στο ξÎφωτο το βÏάδυ
ν' ανταμώσω την αλήθεια, των θεών το ψεγάδι.
Μου ‘χε τάξει μακελειό κι εκδίκηση,
κι Î±Ï†Î¿Ï Î²Î¿Î»ÎµÏει ο καιÏός, δεν Îχω αντίÏÏηση.
ΤώÏα βολεÏει δε βολεÏει, ουÏλιάζουν οι λÏκοι
στÎλνοντας κάθε φόβο εκεί που ίσως ανήκει
και μες στη φÏίκη την ομίχλη Îχουν ασπίδα
και η σιωπή μάς πεÏιμÎνει σαν άκεντÏη παγίδα.
Κι όλα όσα είδα στιγμÎÏ‚ Ï„Ïιχιά κÏεμάλα,
κι όλα όσα άκουσα Ïάγες ντÏοπής Ï„Ïεχάλα,
ακÎφαλός ο βασιλιάς και στη φωτιά η κοÏώνα
και ‘μεις παÏηγοÏιά του ÏƒÎºÎ¿Ï„Î±Î´Î¹Î¿Ï Î±Ï€' την κÏυψώνα.
Οι λÏκοι κατεβαίνουν σα βολεÏει ο καιÏός
με οδηγό στην ομίχλη της σελήνης το φως...
ΆÏα το μόνο που μας Îχει απομείνει
είναι να κλÎψουμε το φως απ' τη σελήνη
και στης σκοτιάς την αγκαλιά οι λÏκοι να ψοφίσουν,
οι φήμες κι οι παÏαλογιÎÏ‚ για πάντα να συγίσουν.
Κι αν οι καÏδιÎÏ‚ αφήσουν φόβους ζωντανοÏÏ‚,
κι οι μνήμες οι άφωνες αν αφήσουν τους καιÏοÏÏ‚,
ίσως οι άÏπαγες Ï€Ïος τα δω να ξεμυτίσουν,
φωτιÎÏ‚ ατσάλινες θα τους καλωσοÏίσουν.
Δος μου Îναν ήλιο συÏμάτινο ακόμα
κι Îνα σημάδι χαÏαγμÎνο στον ώμο,
Ïάψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
Îχω μπÏοστά μου Îνα απÎÏαντο δÏόμο.
Δος μου χώμα ξανά να μυÏίσω
και το μαχαίÏι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στÎκομαι δε θα γυÏίσω,
το φεγγάÏι κι ας διώξουν οι λÏκοι.
Î’Ïήκα τα χνάÏια τα παλιά μισοσβησμÎνα
και κάποια λόγια μου βαÏιά, παÏεξηγημÎνα,
στην άκÏη αφημÎνα απ' τους αφόÏητους
απ' τους καταλάθος ζωντανοÏÏ‚ και ασυγχώÏητους.
Τι ήθελα και ξαναβγήκα απ' την κÏυψώνα μου,
αυτή η κλωστή δεν πεÏνάει απ' τη βελόνα μου.
πως να μπαλώσω τα φαγωμÎνα μνημονικά τους,
τα ουÏλιαχτά των λÏκων σβήνουν στα σωθικά τους.
ΜακÏÏÏ‚ χειμώνας κι Îνα μαχαίÏι φυλαχτό απ' το οπλοστάσι,
ψάχνει όποιον θÎλει απ' τη ζωή να ξαποστάσει,
γυαλίζει η λάμα του μικÏÏŒ σινιάλο στο δίχως φως,
δειλιάζουν οι άÏπαγες βολεÏει ο καιÏός.
Λοιπόν, θα κατÎβω στο ξÎφωτο το βÏάδυ
ν' ανταμώσω την αλήθεια, των θεών το ψεγάδι∙
μου ‘χε τάξει μακελειό κι εκδίκηση
κι Î±Ï†Î¿Ï Î²Î¿Î»ÎµÏει ο καιÏός, δεν Îχω αντίÏÏηση.
κι Îνα σημάδι χαÏαγμÎνο στον ώμο,
Ïάψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
Îχω μπÏοστά μου Îνα απÎÏαντο δÏόμο.
Δος μου χώμα ξανά να μυÏίσω
και το μαχαίÏι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στÎκομαι δε θα γυÏίσω,
το φεγγάÏι κι ας διώξουν οι λÏκοι.
Λοιπόν, θα κατÎβω στο ξÎφωτο το βÏάδυ
ν' ανταμώσω την αλήθεια, των θεών το ψεγάδι.
Μου ‘χε τάξει μακελειό κι εκδίκηση,
κι Î±Ï†Î¿Ï Î²Î¿Î»ÎµÏει ο καιÏός, δεν Îχω αντίÏÏηση.
ΤώÏα βολεÏει δε βολεÏει, ουÏλιάζουν οι λÏκοι
στÎλνοντας κάθε φόβο εκεί που ίσως ανήκει
και μες στη φÏίκη την ομίχλη Îχουν ασπίδα
και η σιωπή μάς πεÏιμÎνει σαν άκεντÏη παγίδα.
Κι όλα όσα είδα στιγμÎÏ‚ Ï„Ïιχιά κÏεμάλα,
κι όλα όσα άκουσα Ïάγες ντÏοπής Ï„Ïεχάλα,
ακÎφαλός ο βασιλιάς και στη φωτιά η κοÏώνα
και ‘μεις παÏηγοÏιά του ÏƒÎºÎ¿Ï„Î±Î´Î¹Î¿Ï Î±Ï€' την κÏυψώνα.
Οι λÏκοι κατεβαίνουν σα βολεÏει ο καιÏός
με οδηγό στην ομίχλη της σελήνης το φως...
ΆÏα το μόνο που μας Îχει απομείνει
είναι να κλÎψουμε το φως απ' τη σελήνη
και στης σκοτιάς την αγκαλιά οι λÏκοι να ψοφίσουν,
οι φήμες κι οι παÏαλογιÎÏ‚ για πάντα να συγίσουν.
Κι αν οι καÏδιÎÏ‚ αφήσουν φόβους ζωντανοÏÏ‚,
κι οι μνήμες οι άφωνες αν αφήσουν τους καιÏοÏÏ‚,
ίσως οι άÏπαγες Ï€Ïος τα δω να ξεμυτίσουν,
φωτιÎÏ‚ ατσάλινες θα τους καλωσοÏίσουν.
Δος μου Îναν ήλιο συÏμάτινο ακόμα
κι Îνα σημάδι χαÏαγμÎνο στον ώμο,
Ïάψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
Îχω μπÏοστά μου Îνα απÎÏαντο δÏόμο.
Δος μου χώμα ξανά να μυÏίσω
και το μαχαίÏι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στÎκομαι δε θα γυÏίσω,
το φεγγάÏι κι ας διώξουν οι λÏκοι.
Î’Ïήκα τα χνάÏια τα παλιά μισοσβησμÎνα
και κάποια λόγια μου βαÏιά, παÏεξηγημÎνα,
στην άκÏη αφημÎνα απ' τους αφόÏητους
απ' τους καταλάθος ζωντανοÏÏ‚ και ασυγχώÏητους.
Τι ήθελα και ξαναβγήκα απ' την κÏυψώνα μου,
αυτή η κλωστή δεν πεÏνάει απ' τη βελόνα μου.
πως να μπαλώσω τα φαγωμÎνα μνημονικά τους,
τα ουÏλιαχτά των λÏκων σβήνουν στα σωθικά τους.
ΜακÏÏÏ‚ χειμώνας κι Îνα μαχαίÏι φυλαχτό απ' το οπλοστάσι,
ψάχνει όποιον θÎλει απ' τη ζωή να ξαποστάσει,
γυαλίζει η λάμα του μικÏÏŒ σινιάλο στο δίχως φως,
δειλιάζουν οι άÏπαγες βολεÏει ο καιÏός.
Λοιπόν, θα κατÎβω στο ξÎφωτο το βÏάδυ
ν' ανταμώσω την αλήθεια, των θεών το ψεγάδι∙
μου ‘χε τάξει μακελειό κι εκδίκηση
κι Î±Ï†Î¿Ï Î²Î¿Î»ÎµÏει ο καιÏός, δεν Îχω αντίÏÏηση.