Γίνεται λόγος πολÏÏ‚ γι’ αυτή την κÏίση,
τους πιο πολλοÏÏ‚ μας Îχει ήδη γονατίσει
μα στα κανάλια ευτυχώς λÎνε οι μετÏήσεις
ότι μας μείνανε δυο χÏόνια ακόμα κÏίσης.
Και κάπου εκεί θα ÎÏθει η ÏŽÏα να ξυπνήσουμε,
να τεντωθοÏμε απ’ τον Ïπνο τον μεγάλο
και για να δοÏμε τότε τι θα καζαντίσουμε
ή από τον πάτο θα μας στείλουν και στο διάολο.
Όταν σωπάσαν οι καιÏοί κι ο Ï„Ïόμος κατακάθισε
σβηστό το φως στους Ï€Ïοβολείς, θα καταλάγιασε.
Κι όταν η κÏίση βάÏυνε κι Îβγαλε τη μασÎλα
κόλλησε και Îλιωσε αÏγά ληγμÎνη καÏαμÎλα.
Τότε ξυπνήσαμε, ψάχναμε αν κάτι πάνω μας λείπει
και κÏατηθήκαν με τα νÏχια οι τόνοι ήπιοι.
Τα δόντια Ï„Ïίζαμε βαÏιÎÏ‚ μη μας ξεφÏγουν οι λÎξεις
μην Ï„Ïχει αδÎÏφια και μας ÎÏθουν πάλι οÏÎξεις.
Είμασταν λÎει σακατεμÎνοι στάση αλλόκοτη,
χίλια κομμάτια και η μνήμη μας η απόκοτη
μÎσα στην κοÏÏνια της είχε λουφάξει με ποινή ισόβια,
Îπαιζε ζάÏια και απ’ την γκίνια ÎφεÏνε ασόδυα.
Αλλά ευτυχώς γιατί χωÏίς θυμητικό εμείς μια απ’ τα ίδια.
μας βÏήκε ο ξÏπνιος μας σ’ Îνα σωÏÏŒ σκουπίδια.
Î‘Î»Î»Î¿Ï Ï„Î± χÎÏια, Î±Î»Î»Î¿Ï Ï„Î± πόδια σαν πατημÎνη ακÏίδα,
άλλοι με στόματα ανοιχτά να στάζει το αίμα ελπίδα.
Κάποιοι με τις γÏοθιÎÏ‚ ψηλά σφιγμÎνες πάλι
να Ï„Ïίβουνε τα μάτια τους να ξÏνουν το κεφάλι
κι άλλοι με τη σιωπή των άφωνων την συναινετική
να χασμουÏιοÏνται γι’ άλλοθι - τι κÏίση ήταν κι αυτή.
Κάναμε Ï€Ïόβα για καιÏÏŒ αυτό το ξÏπνημα απ’ την κÏίση,
όταν κÏυφά ξεπÎφταμε σε λάθÏο αλισβεÏίσι,
όταν ταιÏιάζαμε τ’ αταίÏιαστα με τα Ïποπτα,
ψιθυÏιστά συλλαβίζαμε τ’ ανείπωτα.
να μην ακοÏσουν όσοι κάνανε τα ίδια
και λίγο – λίγο αφήναμε την τόλμη μας κομμÎνα Ïοκανίδια.
Ενώ απ’ την άλλη, Îτσι απλά για ψÏλλου πήδημα,
στο στόμα πιάναμε χωÏίς ντÏοπή το κίνημα
κι ήταν το σÏνθημα Îτσι μ’ Îμφαση δοσμÎνο
που ποÏωνόμασταν αψήφιστα κόντÏα στο πεπÏωμÎνο.
ΚÏατοÏσαμε στα χÎÏια κόκκαλα από νεκÏοÏÏ‚
κι οι Ï€Ïοβολείς τα κάνανε σÏμβολα και θεοÏÏ‚.
ΤώÏα λοιπόν που ήÏθε το ξÏπνημα απ’ την κÏίση,
ξεπλÏναμε απ’ τα μοÏÏ„Ïα μας όνειÏα, ψÎμα, μίση
και βολευτήκαμε όπως όπως στο σωÏÏŒ να φάμε,
στον οχετό, στο τίποτα και που Î±Î»Î»Î¿Ï Î½Î± πάμε;
Στοιβάξαμε τα κόκκαλα απ’ τους νεκÏοÏÏ‚ στο αÏχείο
κι ενώ πάλευε η πείÏα μας για το στεÏνό αντίο,
λÎγαμε μπουκάÏωντας στη νÎα εποχή:
μια κÏίση ήτανε, Ï€ÎÏασε, μάς Ï„Îλειωσε κι αυτή.
τους πιο πολλοÏÏ‚ μας Îχει ήδη γονατίσει
μα στα κανάλια ευτυχώς λÎνε οι μετÏήσεις
ότι μας μείνανε δυο χÏόνια ακόμα κÏίσης.
Και κάπου εκεί θα ÎÏθει η ÏŽÏα να ξυπνήσουμε,
να τεντωθοÏμε απ’ τον Ïπνο τον μεγάλο
και για να δοÏμε τότε τι θα καζαντίσουμε
ή από τον πάτο θα μας στείλουν και στο διάολο.
Όταν σωπάσαν οι καιÏοί κι ο Ï„Ïόμος κατακάθισε
σβηστό το φως στους Ï€Ïοβολείς, θα καταλάγιασε.
Κι όταν η κÏίση βάÏυνε κι Îβγαλε τη μασÎλα
κόλλησε και Îλιωσε αÏγά ληγμÎνη καÏαμÎλα.
Τότε ξυπνήσαμε, ψάχναμε αν κάτι πάνω μας λείπει
και κÏατηθήκαν με τα νÏχια οι τόνοι ήπιοι.
Τα δόντια Ï„Ïίζαμε βαÏιÎÏ‚ μη μας ξεφÏγουν οι λÎξεις
μην Ï„Ïχει αδÎÏφια και μας ÎÏθουν πάλι οÏÎξεις.
Είμασταν λÎει σακατεμÎνοι στάση αλλόκοτη,
χίλια κομμάτια και η μνήμη μας η απόκοτη
μÎσα στην κοÏÏνια της είχε λουφάξει με ποινή ισόβια,
Îπαιζε ζάÏια και απ’ την γκίνια ÎφεÏνε ασόδυα.
Αλλά ευτυχώς γιατί χωÏίς θυμητικό εμείς μια απ’ τα ίδια.
μας βÏήκε ο ξÏπνιος μας σ’ Îνα σωÏÏŒ σκουπίδια.
Î‘Î»Î»Î¿Ï Ï„Î± χÎÏια, Î±Î»Î»Î¿Ï Ï„Î± πόδια σαν πατημÎνη ακÏίδα,
άλλοι με στόματα ανοιχτά να στάζει το αίμα ελπίδα.
Κάποιοι με τις γÏοθιÎÏ‚ ψηλά σφιγμÎνες πάλι
να Ï„Ïίβουνε τα μάτια τους να ξÏνουν το κεφάλι
κι άλλοι με τη σιωπή των άφωνων την συναινετική
να χασμουÏιοÏνται γι’ άλλοθι - τι κÏίση ήταν κι αυτή.
Κάναμε Ï€Ïόβα για καιÏÏŒ αυτό το ξÏπνημα απ’ την κÏίση,
όταν κÏυφά ξεπÎφταμε σε λάθÏο αλισβεÏίσι,
όταν ταιÏιάζαμε τ’ αταίÏιαστα με τα Ïποπτα,
ψιθυÏιστά συλλαβίζαμε τ’ ανείπωτα.
να μην ακοÏσουν όσοι κάνανε τα ίδια
και λίγο – λίγο αφήναμε την τόλμη μας κομμÎνα Ïοκανίδια.
Ενώ απ’ την άλλη, Îτσι απλά για ψÏλλου πήδημα,
στο στόμα πιάναμε χωÏίς ντÏοπή το κίνημα
κι ήταν το σÏνθημα Îτσι μ’ Îμφαση δοσμÎνο
που ποÏωνόμασταν αψήφιστα κόντÏα στο πεπÏωμÎνο.
ΚÏατοÏσαμε στα χÎÏια κόκκαλα από νεκÏοÏÏ‚
κι οι Ï€Ïοβολείς τα κάνανε σÏμβολα και θεοÏÏ‚.
ΤώÏα λοιπόν που ήÏθε το ξÏπνημα απ’ την κÏίση,
ξεπλÏναμε απ’ τα μοÏÏ„Ïα μας όνειÏα, ψÎμα, μίση
και βολευτήκαμε όπως όπως στο σωÏÏŒ να φάμε,
στον οχετό, στο τίποτα και που Î±Î»Î»Î¿Ï Î½Î± πάμε;
Στοιβάξαμε τα κόκκαλα απ’ τους νεκÏοÏÏ‚ στο αÏχείο
κι ενώ πάλευε η πείÏα μας για το στεÏνό αντίο,
λÎγαμε μπουκάÏωντας στη νÎα εποχή:
μια κÏίση ήτανε, Ï€ÎÏασε, μάς Ï„Îλειωσε κι αυτή.